- φασγανις
- φασγανίςφασγᾰνίς-ίδος ἥ ножик Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φασγανίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. τ. τού φάσγανον. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσγανον «ξίφος» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
φασγανίδας — φάσγανον sword fem acc pl φασγανίς knives and scissors fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)